-
1 βίδα
[вида] ουσ. θ. винт, шуруп,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βίδα
-
2 винт
-
3 вывинтить
-нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывенченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.ξεβιδώνω, ξεστρίβω τη βίδα, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•вывинтить гайку ξεβιδώνω τη βίδα•
вывинтить лампочку ξεστρίβω την (ηλεκτρική) λάμπα.
ξεβιδώνομαι, ξεστρίβομαι, αποκοχλιώνομαι. -
4 винт
1. (стержень со спиральной нарезкой) о κοχλίαςη βίδαзавинчивать - κοχλιώνω, βιδώνωбарашковый - πτε-ρυγωτός -, разг. η πεταλούδα2. (ав., мор.) о έλικαςразг. η προπέλλαгребной - (судна) - см. гребной винт несущий - το κύριο στροφείοтолкающий - προώθησης, ωστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винт
-
5 глухарь
1. тех. о κοχλίας, η βίδα (με εξάεδρη ή τετράεδρη κεφαλή) 2. зоол. о ξυλοπετεινός, ο αγριόγαλλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глухарь
-
6 завинчивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завинчивать
-
7 зажим
1. (устройство) о σφιγκτήρας- με βίδαмонтажный эл. - συναρμολόγησης2. эл. о ακροδέκτης 3. (струбцина, скоба) о σφιγκτήρας με κοχλία 4. (действие) το σφίξιμο, η σύσφιγξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажим
-
8 отверстие
η οπ/ή, η τρύπα, το άνοιγμαсовмещать -ия ταιριάζω τις - ές, ευθυγραμμίζω τις - έςкормовое - мор. πρυμνιό -осушительное - δραίνωσης/αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отверстие
-
9 червяк
1. маш. о κοχλίας/η βίδα, η έλι-κα/έλιξ 2. см. червь.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > червяк
-
10 шуруп
ο κοχλίας, η βίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шуруп
-
11 болт
болтм1. тех. ἡ βίδα, ὁ κοχλίας;2. (засов) τό μάνδαλο[ν], ὁ μάνδαλος, ἡ ἀμπάρα. -
12 винт
винтм1. ἡ βίδα, ὁ κοχλίας:микрометрический \винт ὁ μικρομετρικός κοχλίας·2. (парохода, самолета) ὁ ἐλικας, ὁ ἐλιξ:воздушный \винт ὁ ἐλικας ἀεροπλάνου· судовой \винт ἡ προπέλλα, ὁ ἐλικας πλοίου·3. (карточная игра) τό οὐίντ. -
13 винтик
винтикм ἡ βιδίτσα· ◊ у него \винтика (в голове) не хватает разг τοῦ λείπει μιά βίδα. -
14 вывих
вывихм1. τό ἐξάρθρωμα, ἡ ἐξάρθρωση[-ις]· τό στραμπούλισμα:место \вывиха τό μέρος τῆς ἐξάρθρωσης·2. перен (странность) разг ἡ ίδιοτροπία, ἡ βίδα, ἡ παραξενιά. -
15 закручивать
закручиватьнесов1. συστρέφω, στρίβω, περιστρέφω:\закручивать кому́-л. ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στίς πλάτες·2. (обматывать вокруг чего-л.) περιτυλίγω, κουβαριάζω·3. (завинчивать) разг γυρίζω, σφίγγω (кран) / βιδώνω, σφίγγω τή βίδα (гайку, винт). -
16 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες. -
17 червяк
червякм1. см. червь·2. тех. ὁ ἔλιξ, ὁ κοχλίας, ἡ βίδα. -
18 штифт
штифтм тех. τό κασκαβάλι, τό σχα-στήριον, ἡ βίδα. -
19 шуруп
шурупм ἡ βίδα, ὁ κοχλίας. -
20 болт
[μπόλτ] ουσ. α βίδα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βίδα — η 1. καρφί με ελικοειδείς εγκοπές 2. φρ. α) «είναι βίδα» είναι παράλογος ή εκκεντρικός β) «του στρίψε η βίδα» τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vida] … Dictionary of Greek
βίδα — η (λ. ιταλ.) 1. κοχλιωτό καρφί που το μπήγουμε στρέφοντάς το δεξιά. 2. φρ., «Του στριψε η βίδα», τρελάθηκε· «Αυτός είναι βίδα», είναι ανισόρροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιδώνω — [βίδα] 1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την 2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» ακίνητος β) «έτσι μου τη βίδωσε» πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek
σφαιρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση του πάχους μικρών ράβδων και πλακών και, έμμεσα, της αχτίνας του ημισφαίριου ή της σφαίρας στην οποία το ημισφαίριο ανήκει. Πρόκειται για ένα τρίποδα με πόδια κάθετα που σχηματίζουν μεταξύ τους ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Στο… … Dictionary of Greek
Belote — This article is about a French card game Belote. for Saudi Arabian game see Baloot .Belote is a 32 card trick taking game played in France, and is currently the most popular card game in that country. It was invented around 1920, probably from… … Wikipedia
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ακοχλίωτος — η, ο [κοχλιωτός] 1. αυτός που δεν βιδώθηκε, ο αβίδωτος 2. αυτός που δεν έχει έλικα, βίδα … Dictionary of Greek
ανεβάτης — ο 1. αυτός που βρίσκεται καβάλα πάνω σε ζώο, ο αναβάτης 2. η δύσπνοια, το ανέβασμα 3. το μέρος της μάντρας στο οποίο ανεβάζουν τις προβατίνες για άρμεγμα 4. ο ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπορεί να μετακινηθεί η επάνω μυλόπετρα για να βγει το… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek